αρωκαρία
Смотреть что такое "αρωκαρία" в других словарях:
αγκαθίδα — (αgathis). Διάφορα φυτά της οικογένειας των αρωκαριδών, ιθαγενή της Αυστραλίας και της Πολυνησίας. Είναι δέντρα ψηλά, δασικά, με φύλλα πλατιά και με νευρώσεις παράλληλες, χαρακτηριστικό που επιτρέπει να ξεχωρίζουν από το συγγενικό γένος αρωκαρία … Dictionary of Greek